ῥιζοβολήσαντες

ῥιζοβολήσαντες
ῥιζοβολέω
strike root
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”